- υπόγραμμα
- -άμματος, τὸ, Α [ὑπογράφω]1. επιγραφή σε βάση στήλης2. μελανή χρωστική ουσία για το βάψιμο τού δέρματος κάτω από τα βλέφαρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόγραμμα — inscription on the base neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογραμμάτων — ὑπόγραμμα inscription on the base neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογράμματα — ὑπόγραμμα inscription on the base neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek
ՍՏՈՐԱԳԻՐ — (գրոյ կամ գրի.) NBH 2 0747 Chronological Sequence: 8c գ. ὐπογραφή, ὐπόγραμμα subscriptio, inscriptio. Գիր դրոշմեալ ի ներքոյ, արձանագիր. մակագրութիւն. *Շինեաց զբաղանիսն ի տեղւոջ սեանն, որ ունէր ստորագիր խորհրդական անուն՝ արեգակն. Խոր. ՟Բ. 85 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)